- ζυγό(ν)
- τό1) валёк (в упряжи); 2) поперечный брус, поперечная балка, перекладина; 3) мор. банка (скамья для гребцов); 4) πλ. гири
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζυγό — το (Α ζυγόν) 1. ό,τι ζευγνύει, ό,τι συνδέει δύο σώματα 2. ο ζυγός άμαξας ή αρότρου, το ξύλο που προσαρμόζεται σταυροειδώς στον ρυμό τού αρότρου ή τής άμαξας, στο οποίο ζεύονται τα άλογα, τα βόδια ή άλλα υποζύγια 3. ναυτ. συν. στον πληθ. α) κάθε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
ένζυγος — η, ο (για μηχάνημα) αυτός που έχει ζυγό, που λειτουργεί με ζυγό («ένζυγη ατμομηχανή» ατμομηχανή που λειτουργεί με ζυγό ο οποίος μεταδίδει την κίνηση τού εμβόλου σε άλλα όργανα τής μηχανής). [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ζυγός. Η λ. μαρτυρείται στο… … Dictionary of Greek
ζυγοφόρος — ζυγοφόρος, ον και ποιητ. τ. ζυγηφόρος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ζυγό, που φέρει ζυγό («ζυγοφόροι ἵπποι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + φορος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, αχθο φόρος] … Dictionary of Greek
άζευτος — η, ο [ζεύω] 1. αυτός που δεν ζεύχθηκε, που δεν τέθηκε κάτω από ζυγό ή δεν είναι επιδεκτικός ζεύξεως, άγριος, ατίθασος 2. (για άλογα) ελευθερωμένος από ζυγό, ξέζευτος, ξεζεμένος 3. (για χωράφια) αζευγάριστος, ανόργωτος … Dictionary of Greek
άζυγος — η, ο (Α ἄζυγος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν μπήκε κάτω από ζυγό («άζυγο μοσχάρι») 2. που δεν αποτελεί ζευγάρι, μόνος («άζυγα όργανα τού σώματος») αρχ. 1. αυτός που δεν υποβλήθηκε στον ζυγό του γάμου, ανύπαντρος, άγαμος 2. ασυνταίριαστος,… … Dictionary of Greek
ασείρωτος — ἀσείρωτος, ον (Α) (για όχημα) αυτό το οποίο τραβούν δύο μόνο άλογα (ζύγιοι ίπποι) δεμένα στον ζυγό, χωρίς τα δύο βοηθητικά («σειραφόρους ίππους») που ήταν δεμένα με σχοινί ή λουρί στον ζυγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σειρωτός < σειρώ ( όω) <… … Dictionary of Greek
ζευκτήρας — ο (Α ζευκτήρ, θηλ. ζεύκτειρα) ιμάντας με τον οποίο δένεται το βόδι στον ζυγό αρχ. 1. αυτός που ενώνει δύο ζώα κάτω από τον ίδιο ζυγό 2. θηλ. «ζεύκτειρα» επίθετο τής Αφροδίτης, τής θεάς τού γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. ζευκ τήρ < *ζευγ κτήρ < ζεύγνυμι… … Dictionary of Greek
ζυγίζω — και ζυγιάζω (Α ζυγίζω) [ζυγός] βρίσκω με τον ζυγό το βάρος ενός αντικειμένου και τό καθορίζω σε ορισμένα σταθμά, τό σταθμίζω («ζύγισέ μου το καρπούζι») νεοελλ. 1. εκτιμώ, κρίνω κάτι σε παραβολή με άλλα, αποδίδω σε κάτι την πρέπουσα σημασία 2.… … Dictionary of Greek
ζυγοειδής — ζυγοειδής, ές (Α) όμοιος με ζυγό («ζυγοειδῆ ὀστᾱ», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + είδης (< είδος), πρβλ. σφαιρο ειδής, ωο ειδής] … Dictionary of Greek